- φαλλοβάτης
- φαλλοβάτης [pron. full] [ᾰ], ου, ὁ, ([etym.] βαίνω)A one who mounts on a phallusshaped pillar, phallic priest, Luc.Syr.D.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαλλοβατέων — φαλλοβάτης one who mounts on a phallusshaped pillar masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek